γλωττοδεψώ

γλωττοδεψώ
γλωττοδεψώ (-έω) (Α)
γλωττοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -δεψώ < -δέψης < δέφω «μαλακώνω κάτι τρίβοντάς το»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”